κροντήρι

κροντήρι
το
1. πήλινο δοχείο νερού.
2. ξύλινο δοχείο κρασιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κροντήρι — το και κροντήρα, η 1. πήλινο κανάτι για νερό 2. ξύλινο δοχείο κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κρυω τήριον (ή κρυωντήριον) «εκείνο που κρυώνει το νερό»] …   Dictionary of Greek

  • κροντήρια — η [κροντήρι] η ποσότητα νερού ή κρασιού που περιέχεται σε ένα κροντήρι ή σε μια κροντήρα …   Dictionary of Greek

  • clondir — CLONDÍR, clondire, s.n. Vas de sticlă cu gâtul scurt şi strâmt, în care se păstrează băuturi. – Din bg. krondir. Trimis de hai, 02.06.2004. Sursa: DEX 98  CLONDÍR s. (reg.) uiagă. (clondir de ţuică.) Trimis de siveco, 24.03.2009. Sursa: Sinonime …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”